-
1 εξωτερικό(ν)
τό1) внешний вид, внешность, наружность;δεν ελκύει το εξωτερικό(ν) του — у него непривлекательная внешность;
2) заграница;διαμένω ( — или ζω) στο εξωτερικό(ν) — жить за границей;
3) кожаная оболочка (шара); шина (колеса) -
2 εξωτερικό(ν)
τό1) внешний вид, внешность, наружность;δεν ελκύει το εξωτερικό(ν) του — у него непривлекательная внешность;
2) заграница;διαμένω ( — или ζω) στο εξωτερικό(ν) — жить за границей;
3) кожаная оболочка (шара); шина (колеса) -
3 εξωτερικό
[эксотэрико] ουσ. о. наружность, заграница,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εξωτερικό
-
4 εξωτερικό
[эксотэрико] ουσ ο наружность, заграница. -
5 εξωτερικό (το)
l'estranger -
6 εξωτερικό
yurtdışı, dışarı -
7 εξωτερικός
η, ό[ν]1) внешний, наружный;εξωτερική τσέπη;
наружный карман;εξωτερική όψη — внешность, наружность, внешний вид;
εξωτερική ομοιότητα — внешнее сходство;
εξωτερική ηρεμία — внешнее спокойствие;
εξωτερικά ενδύματα — верхняя одежда;
τό εξωτερικό κλειδί — ключ от наружной двери;
εξωτερικό περιβάλλρν — внешняя среда;
2) внешний; иностранный, зарубежный, заграничный;εξωτερική αγορά — внешний рынок;
εξωτερικόν εμπόριο — внешняя торговля;
εξωτερική πολιτική — внешняя политика; — внешнеполитический курс;
υπουργείο[ν] των εξωτερικων — министерство иностранных дел;
3) филос, существующий вне сознания (кого-л.), внешний;εξωτερικός κόσμος — мир, существующий вне сознания (кого-л.), внешний мир;
4) перен. внешний, поверхностный;§ εξωτερικό παίζιμο τού ήθοποιού — поверхностная игра актёра;
ο εξωτερικός (μαθητής) — экстерн;
δίδω εξετάσεις ως εξωτερικ — сдавать экзамены экстерном;
ο εξωτερικός ασθενής — амбулаторный больной;
τό εξωτερικό ιατρείο — амбулатория; — диспансер;
τό εξωτερικό φθισιατρείο — туберкулёзный диспансер
-
8 внешний
внешний в разн. знач. εξωτερικός: \внешний вид το εξωτερικό, η όψη· \внешнийяя политика η εξωτερική πολιτική* \внешнийяя торговля το εξωτερικό εμπόριο* * *в разн. знач.вне́шний вид — το εξωτερικό, η όψη
вне́шняя поли́тика — η εξωτερική πολιτική
вне́шняя торго́вля — εξωτερικό εμπόριο
-
9 граница
граница ж 1) (государственная ) το σύνορο 2) перен. το όριο ◇ за \границаей στο εξωτε ρικό из-за \границаы από το εξωτερικό* * *ж1) ( государственная) το σύνορο2) перен. το όριο••за грани́цей — στο εξωτερικό
из-за грани́цы — από το εξωτερικό
-
10 внешний
внешн||ийприл в разн. знач. ἐξωτερικός:\внешнийий вид τό ἐξωτερικό, ἡ ἐξωτερική δψη· \внешнийяя среда τό ἐξωτερικό περιβάλλον, ὁ περίγυρος· \внешнийее сходство ἡ ἐξωτερική ὁμοιότητα· \внешнийее спокойствие ἡ ἐξωτερική ἡρεμία, ἡ φαινομενική ἡρεμία· \внешнийий лоск ἐπιφανειακό γυάλισμα (или λοῦστρο)· \внешнийяя политика ἡ ἐξωτερική πολιτική· \внешнийяя торговля τό ἐξωτερικό ἐμπόριο· \внешнийий рынок зк. ἡ ἐξωτερική ἀγορά· ◊ \внешнийяя гавань ὁ προλιμένας. -
11 граница
-ы θ.1. όριο, σύνορο• μεθόριος•-ы колхоза τα σύνορα του κολχόζ•
государственная граница κρατικά σύνορα•
морская граница χωρικά ύδατα (αιγιαλίτιδα).
2. (επιτρεπόμενο) όριο•ακρινό σημείο, όριο•всему есть граница σε όλα υπάρχει όριο" не знать -иц δε λογαριάζω περιορισμούς•
сверх всяких -иц πέρα από κάθε όριο•
ставить -ы βάζω όρια (περιορίζω)’ выйти из -иц приличия βγαίνω από τα όρια της ευπρέπειας•
это переходит все -ы αυτό ξεπερνάει όλα τα όρια•
ехать за -у πηγαίνω στο εξωτερικό•
он жил за -ей αυτός ζούσε στο εξωτερικό•
она приехала из-за -ы αυτή ήρθε από το εξωτερικό.
-
12 заём
το δάνειο-Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заём
-
13 корпус
1. тех. το σώμα, ο κορμός, το κέλυφος, το πλαίσιο, η θήκη· - амортизатора - του απορροφητήρα κραδασμών- транзистора - της κρυσταλλολυχνίας, разг. του τρανζίστορ (ξεν.)2. (остов судна) το σκάφος* наружный - судна το εξωτερικό περίβλημα του σκάφους 3. (здание) το (χωριστό) τμήμα (ενός) μεγάλου οικο-δομήματος/κτηρίου 4. полигр. το στοιχείο των 10 στιγμών 5. (туловище) το σώμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > корпус
-
14 вид
вид м 1) (внешность) η όψη, το εξωτερικό 2) (пейзаж) η θέα, άποψη \вид сверху η κάτοψη 3) (род) το γένος, το είδος \виды спорта τα (είδη) σπορ ◇ иметь в \виду έχω υπόψη ни под каким \видом με κανένα τρόπο* * *м1) ( внешность) η όψη, το εξωτερικό2) ( пейзаж) η θέα, η άποψηвид све́рху — η κάτοψη
3) ( род) το γένος, το είδοςвиды спорта — τα (είδη) σπορ
••име́ть в виду́ — έχω υπόψη
ни под каки́м видом — με κανένα τρόπο
-
15 внешность
внешность ж το εξωτερικό, η εξωτερική όψη (или εμφάνιση), το παρουσιαστικό* * *жτο εξωτερικό, η εξωτερική όψη ( или εμφάνιση), το παρουσιαστικό -
16 заграница
-
17 наружность
наружность ж το εξωτερικό, το παρουσιαστικό, η παράσταση* * *жτο εξωτερικό, το παρουσιαστικό, η παράσταση -
18 рубеж
рубеж м 1) (государственная граница) τα σύνορα; за \рубежом στο εξωτερικό 2) воен. το όριο, η γραμμή* * *м1) ( государственная граница) τα σύνοραза рубе́жо́м — στο εξωτερικό
2) воен. το όριο, η γραμμή -
19 торговля
торговля ж το εμπόριο; внешняя (внутренняя) \торговля το εξωτερικό (εσωτερικό) εμπόριο; вести \торговляю εμπορεύομαι* * *жτο εμπόριοвне́шняя (вну́тренняя) торго́вля — το εξωτερικό (εσωτερικό) εμπόριο
вести́ торго́влю — εμπορεύομαι
-
20 граница
грани́||цаж ί. τά. σύνορα, ἡ μεθόριος:государственная \граница τά σύνορα τοῦ κράτους· перейти \границацу περνάω τά σύνορα· за \границацей, за \границацу στό ἐξωτερικό· из-за\границацы ἀπό τό ἐξωτερικό·2. перен (предел) τό δριο[ν]:выйти из \границац (приличия) βγαίνω ἀπό τά δρια (τής εὐπρέπειας).
См. также в других словарях:
εξωτερικό — το 1. ηεξωτερική όψη προσώπου ή πράγματος, τα εξωτερικά χαρακτηριστικά, η εμφάνιση: Δε μου αρέσει το εξωτερικό αυτού του ανθρώπου. 2. μτφ., η φαινομενική πλευρά ενός προβλήματος, η επιφάνειά του. 3. το σύνολο των ξένων χωρών, οι ξένες χώρες, η… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υπόδημα — Εξωτερικό περικάλυμμα των ποδιών, από δέρμα, ελαστικό ή πανί, γνωστό και με την κοινή ονομασία παπούτσι. Η χρήση του υ. είναι πανάρχαια. Όλοι οι πολιτισμένοι λαοί της αρχαιότητας φορούσαν υ. κατασκευασμένα από ξύλο, δέρμα ή ύφασμα. Στην αρχαία… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… … Dictionary of Greek
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
συναλλαγματικά συστήματα — Υπάρχουν βασικές διαφορές, στα θέματα του εξωτερικού σ. ανάλογα με τα νομισματικά συστήματα που εφαρμόζονται στις διάφορες χώρες. Θα περιγράψουμε εδώ σύντομα τον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιούνται οι εξωτερικές συναλλαγές στα κυριότερα από αυτά … Dictionary of Greek
ιθαγένεια — (Νομ.). Όρος που υποδηλώνει τον νομικό δεσμό του ατόμου με το κράτος. Η εναλλακτική του ονομασία είναι υπηκοότητα. Η ι. είναι θεσμός που αναφέρεται στην προσωπική κατάσταση του ατόμου, ενώ ενδιαφέρει τη δημόσια τάξη και το δημόσιο δίκαιο. Η ι.… … Dictionary of Greek